Μια φορά κι έναν καιρό,σ'ένα χωριουδάκι που ήταν σκαρφαλωμένο στο λόφο ενός καταπράσινου νησιού,ζούσε μια καλή και ήσυχη γριά.Ήταν πολύ συμπαθητική και είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους τους συγχωριανούς της που είχαν πια ξεχάσει το αληθινό της όνομα κι όλοι τη φώναζαν γιαγιά-Καλή και την αγαπούσαν πολύ.
Η γιαγιά-Καλή ήταν μόνη στον κόσμο κι έμενε σ'ένα μικρό σπίτι,από τα πρώτα του χωριού,που πάντα φάνταζε πεντακάθαρο κι ασβεστωμένο.
Η ζωή της ήταν ήσυχη,απλή και πάντα ίδια.Χρόνια ολόκληρα δεν είχε ποτέ αλλάξει συνήθειες.Οι γείτονες του χωριού,σύμφωνα με το τι έκανε η γιαγιά-Καλή,ήξεραν και τι ώρα θα χτύπαγε το ρολόι της πλατείας.
Το πρωί σηκωνόταν πουρνό πουρνό,πλενόταν,ντυνόταν και καθόταν στην πόρτα του κάτασπρου σπιτιού της,κάτω από τη μοναδική της ελιά,κι έγνεθε με τη ρόκα της.Γιατί από αυτό το μαλλί που έγνεθε και το πουλούσε έβγαζε τα λίγα λεφτά που της χρειάζονταν για να μπορεί να ζήσει στο νησί της.
Έγνεθε,λοιπόν,η γιαγιά-Καλή,έγνεθε χωρίς τελειωμό,ώσπου ερχόταν το σούρουπο.Τότε έμπαινε μέσα στο σπιτάκι της,έβαζε την ρόκα με πολλή προσοχή πάνω σ'ένα σκαμνί κι άρχιζε να σκουπίζει και να καθαρίζει τη μικρή της κάμαρα.Άμα τέλειωνε τις δουλειές της,έτρωγε τη σούπα της,σύγυριζε το πιάτο και το κουτάλι της κι έπεφτε να κοιμηθεί,για να σηκωθεί το άλλο πρωί και να ξεκινήσει πάλι την καινούρια της μέρα με την ίδια σειρά.
Μια μέρα όμως έφτασε στο χωριό ένας κακός κι ανεπρόκοπος άνθρωπος που ποτέ του δεν είχε δουλέψει κι όλο κοίταζε ποιον θα κατάφερνε να κλέψει και να κοροϊδέψει,για να του πάρει λεφτά χωρίς κόπο.Τριγύριζε ο κλέφτης όλη μέρα να βρει κανένα θύμα,πήγε από δω στο χωριό,πήγε από κει,πουθενά δεν βολεύτηκε.Έφτασε η νύχτα κι άρχισε να ψάχνει να βρει μέρος για να κοιμηθεί.Όμως όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν σφαλιστές,γιατί οι άνθρωποι ήταν νοικοκυραίοι και δουλευτάρηδες και μαζεύονταν το βράδυ νωρίς στη γωνιά τους να ησυχάσουν και να κοιμηθούν.
Με τα πολλά έφτασε και στο σπιτάκι της γιαγιάς-Καλής. Κοιτάζει από το παράθυρο και βλέπει μέσα,μόνη της,την κυρούλα να κάνει τις δουλειές της με το φως μιας μικρής λάμπας.
"Εδώ είμαστε",λέει μέσα του ευχαριστημένος ο κλέφτης."Θα τρυπώσω στο σπίτι κάποια στιγμή που δε θα βλέπει η γριά,θα περάσω το βράδυ μου κι έπειτα θ'αρπάξω ό,τι μπορέσω και θα φύγω κι ας τρέχει να με γυρεύει".
Έτσι κι έγινε.Η γιαγιά-Καλή,απασχολημένη καθώς ήταν με τις δουλειές του σπιτιού της,δεν κατάλαβε πως γλίστρησε αθόρυβα ο άνθρωπος μέσα στο φτωχικό της.
Σε μια στιγμή,χωρίς να το θέλει,η γριά έκανε κάποιο κρότο.Τότε ο κλέφτης τρόμαξε και χώθηκε κάτω από το σιδερένιο της κρεβάτι.Για κακή του όμως τύχη,το κρεβάτι της γιαγιάς-Καλής ήταν κοντό και τα πόδια του κακού ανθρώπου έβγαιναν απόξω.
Κάνει,λοιπόν,να γυρίσει η γιαγιά κατά το κρεβάτι της,για να πέσει να κοιμηθεί,και τι να δει!Δυο ποδιά με μπότες που περίσσευαν! Της κόπηκε το αίμα της καημένης της γριούλας.Τώρα? Τι να κάνει? Ήταν μόνη κι αβοήθητη.Πως να ειδοποιήσει τους γειτόνους της? Αν φώναζε,θα την έπιανε ο κλέφτης και ίσως να την έπνιγε προτού έρθουν να τη βοηθήσουν.Έτρεμε η γιαγιά-Καλή από το φόβο της,αλλά ξαφνικά μια ιδέα έλαμψε στο μυαλό της.
Πήγε στο σκαμνί όπου πάντα άφηνε τη ρόκα της,την άρπαξε κι άρχισε να γνέθει τραγουδώντας,στην αρχή σιγανά κι όσο πήγαινε και ποιο δυνατά:
Γνέθε,γνέθε,ρόκα μου,
κάνε ταχιά,ρόκα μου,
να παντρευτώ,
να με πιάσουνε οι πόνοι
και να φωνάξω!
Βοηθάτε με,γειτόνοι!
Βοηθάτε με γειτόνοι!
Βοηθάτε με γειτόνοι!
Ο κλέφτης νόμισε πως έπεσε σε τρελόγρια.
"Άκου η ξεμωραμένη",είπε μέσα του,"να θέλει να παντρευτεί σε τέτοια ηλικία!".Και δεν ανήσυχε καθόλου.
Οι γείτονες όμως,που ήξεραν πόσο ήσυχη ήταν η γιαγιά-Καλή και πόσο πιστή στις συνήθειες της,παραξενεύτηκαν.
-Κάτι συμβαίνει στο σπίτι της γιαγιά-Καλής,είπαν και μια και δυο έτρεξαν στη γριούλα να τη βοηθήσουν.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα,είδαν τη γιαγιά-Καλή,άσπρη από το φόβο της,να τους κάνει νόημα να κοιτάξουν κάτω από το κρεβάτι.
Όρμησαν τότε εκείνοι,άρπαξαν τον κλέφτη και τον έδεσαν χειροπόδαρα.
Έτσι,λοιπόν,η ψυχραιμία και η εξυπνάδα έσωσαν την καλή γριούλα που συνέχισε κάθε πρωί να γνέθει με τη ρόκα της και ν'αγναντεύει το πέλαγος καθισμένη στη σκιά της μοναδικής της ελιάς.
Η αγάπη για τον συνάνθρωπο....μέσα από το παραμύθι....απλώθηκε πάνω στο σεντόνι,για να σκορπίσει στα όνειρα μας και να μας γεμίσει με ελπίδα και αισιοδοξία για έναν ποιο ανθρώπινο κόσμο!
Καρδούλες....πλέχτηκαν με το βελονάκι,σ'ένα αντραντέ...... που ενώθηκε στο ύφασμα, με ένωση ασφαλείας,σε ποδοκίνητη μηχανή.
Το παραπάνω παραμύθι είναι από το βιβλίο της Γιολάντα Πατεράκη - Αλέκα Χατζηκωσταντή,"Νησιώτικα παραμύθια".
Σας εύχομαι να περάσετε ένα όμορφο σαββατοκύριακο!
Η γιαγιά-Καλή ήταν μόνη στον κόσμο κι έμενε σ'ένα μικρό σπίτι,από τα πρώτα του χωριού,που πάντα φάνταζε πεντακάθαρο κι ασβεστωμένο.
Η ζωή της ήταν ήσυχη,απλή και πάντα ίδια.Χρόνια ολόκληρα δεν είχε ποτέ αλλάξει συνήθειες.Οι γείτονες του χωριού,σύμφωνα με το τι έκανε η γιαγιά-Καλή,ήξεραν και τι ώρα θα χτύπαγε το ρολόι της πλατείας.
Το πρωί σηκωνόταν πουρνό πουρνό,πλενόταν,ντυνόταν και καθόταν στην πόρτα του κάτασπρου σπιτιού της,κάτω από τη μοναδική της ελιά,κι έγνεθε με τη ρόκα της.Γιατί από αυτό το μαλλί που έγνεθε και το πουλούσε έβγαζε τα λίγα λεφτά που της χρειάζονταν για να μπορεί να ζήσει στο νησί της.
Έγνεθε,λοιπόν,η γιαγιά-Καλή,έγνεθε χωρίς τελειωμό,ώσπου ερχόταν το σούρουπο.Τότε έμπαινε μέσα στο σπιτάκι της,έβαζε την ρόκα με πολλή προσοχή πάνω σ'ένα σκαμνί κι άρχιζε να σκουπίζει και να καθαρίζει τη μικρή της κάμαρα.Άμα τέλειωνε τις δουλειές της,έτρωγε τη σούπα της,σύγυριζε το πιάτο και το κουτάλι της κι έπεφτε να κοιμηθεί,για να σηκωθεί το άλλο πρωί και να ξεκινήσει πάλι την καινούρια της μέρα με την ίδια σειρά.
Μια μέρα όμως έφτασε στο χωριό ένας κακός κι ανεπρόκοπος άνθρωπος που ποτέ του δεν είχε δουλέψει κι όλο κοίταζε ποιον θα κατάφερνε να κλέψει και να κοροϊδέψει,για να του πάρει λεφτά χωρίς κόπο.Τριγύριζε ο κλέφτης όλη μέρα να βρει κανένα θύμα,πήγε από δω στο χωριό,πήγε από κει,πουθενά δεν βολεύτηκε.Έφτασε η νύχτα κι άρχισε να ψάχνει να βρει μέρος για να κοιμηθεί.Όμως όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν σφαλιστές,γιατί οι άνθρωποι ήταν νοικοκυραίοι και δουλευτάρηδες και μαζεύονταν το βράδυ νωρίς στη γωνιά τους να ησυχάσουν και να κοιμηθούν.
Με τα πολλά έφτασε και στο σπιτάκι της γιαγιάς-Καλής. Κοιτάζει από το παράθυρο και βλέπει μέσα,μόνη της,την κυρούλα να κάνει τις δουλειές της με το φως μιας μικρής λάμπας.
"Εδώ είμαστε",λέει μέσα του ευχαριστημένος ο κλέφτης."Θα τρυπώσω στο σπίτι κάποια στιγμή που δε θα βλέπει η γριά,θα περάσω το βράδυ μου κι έπειτα θ'αρπάξω ό,τι μπορέσω και θα φύγω κι ας τρέχει να με γυρεύει".
Έτσι κι έγινε.Η γιαγιά-Καλή,απασχολημένη καθώς ήταν με τις δουλειές του σπιτιού της,δεν κατάλαβε πως γλίστρησε αθόρυβα ο άνθρωπος μέσα στο φτωχικό της.
Σε μια στιγμή,χωρίς να το θέλει,η γριά έκανε κάποιο κρότο.Τότε ο κλέφτης τρόμαξε και χώθηκε κάτω από το σιδερένιο της κρεβάτι.Για κακή του όμως τύχη,το κρεβάτι της γιαγιάς-Καλής ήταν κοντό και τα πόδια του κακού ανθρώπου έβγαιναν απόξω.
Κάνει,λοιπόν,να γυρίσει η γιαγιά κατά το κρεβάτι της,για να πέσει να κοιμηθεί,και τι να δει!Δυο ποδιά με μπότες που περίσσευαν! Της κόπηκε το αίμα της καημένης της γριούλας.Τώρα? Τι να κάνει? Ήταν μόνη κι αβοήθητη.Πως να ειδοποιήσει τους γειτόνους της? Αν φώναζε,θα την έπιανε ο κλέφτης και ίσως να την έπνιγε προτού έρθουν να τη βοηθήσουν.Έτρεμε η γιαγιά-Καλή από το φόβο της,αλλά ξαφνικά μια ιδέα έλαμψε στο μυαλό της.
Πήγε στο σκαμνί όπου πάντα άφηνε τη ρόκα της,την άρπαξε κι άρχισε να γνέθει τραγουδώντας,στην αρχή σιγανά κι όσο πήγαινε και ποιο δυνατά:
Γνέθε,γνέθε,ρόκα μου,
κάνε ταχιά,ρόκα μου,
να παντρευτώ,
να με πιάσουνε οι πόνοι
και να φωνάξω!
Βοηθάτε με,γειτόνοι!
Βοηθάτε με γειτόνοι!
Βοηθάτε με γειτόνοι!
Ο κλέφτης νόμισε πως έπεσε σε τρελόγρια.
"Άκου η ξεμωραμένη",είπε μέσα του,"να θέλει να παντρευτεί σε τέτοια ηλικία!".Και δεν ανήσυχε καθόλου.
Οι γείτονες όμως,που ήξεραν πόσο ήσυχη ήταν η γιαγιά-Καλή και πόσο πιστή στις συνήθειες της,παραξενεύτηκαν.
-Κάτι συμβαίνει στο σπίτι της γιαγιά-Καλής,είπαν και μια και δυο έτρεξαν στη γριούλα να τη βοηθήσουν.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα,είδαν τη γιαγιά-Καλή,άσπρη από το φόβο της,να τους κάνει νόημα να κοιτάξουν κάτω από το κρεβάτι.
Όρμησαν τότε εκείνοι,άρπαξαν τον κλέφτη και τον έδεσαν χειροπόδαρα.
Έτσι,λοιπόν,η ψυχραιμία και η εξυπνάδα έσωσαν την καλή γριούλα που συνέχισε κάθε πρωί να γνέθει με τη ρόκα της και ν'αγναντεύει το πέλαγος καθισμένη στη σκιά της μοναδικής της ελιάς.
Η αγάπη για τον συνάνθρωπο....μέσα από το παραμύθι....απλώθηκε πάνω στο σεντόνι,για να σκορπίσει στα όνειρα μας και να μας γεμίσει με ελπίδα και αισιοδοξία για έναν ποιο ανθρώπινο κόσμο!
Καρδούλες....πλέχτηκαν με το βελονάκι,σ'ένα αντραντέ...... που ενώθηκε στο ύφασμα, με ένωση ασφαλείας,σε ποδοκίνητη μηχανή.
Το παραπάνω παραμύθι είναι από το βιβλίο της Γιολάντα Πατεράκη - Αλέκα Χατζηκωσταντή,"Νησιώτικα παραμύθια".
Σας εύχομαι να περάσετε ένα όμορφο σαββατοκύριακο!
Το παραμύθι Μαρία μου πολύ διδακτικό, αλλά και το εργοχειρο σου υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι Κατερίνα μου,που σου άρεσε! Καλό βράδυ!!!
ΔιαγραφήΠολύ όμορφο το παραμύθι σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή